ευυπότακτος

ευυπότακτος
-η, -ο (Μ εὐυπότακτος, -ον)
αυτός που υπακούει εύκολα, που υποτάσσεται εύκολα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπότακτον
η υποταγή, η πρόθυμη υπακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπό-τακτος (< υπο-τάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”